- δισκοπότηρο
- calice
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δισκοπότηρο — το (Μ δισκοπότηρον και δισκοποτήριον) 1. το άγιο ποτήριο τής θείας κοινωνίας μαζί με τον δίσκο 2. το άγιο ποτήριο 3. κάθε αντικείμενο που έχει το σχήμα τού ποτηριού τής θείας κοινωνίας νεοελλ. στον πληθ. τα δισκοπότηρα το σύνολο τών δίσκων και… … Dictionary of Greek
δισκοπότηρο — το 1. το ποτήρι της Θείας Κοινωνίας. 2. στον πληθ., δισκοπότηρα το σύνολο των ποτηριών, φλιτζανιών και δίσκων για σερβίρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
κανός — κανός, ὁ (Μ) το δισκοπότηρο … Dictionary of Greek
πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… … Dictionary of Greek
καμέα — Όρος που αναφέρεται γενικά σε σκληρές πέτρες διαφόρων ειδών με ανάγλυφη ή ολόγλυφη πλαστική κατεργασία (η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη). Η τεχνική της κ. αξιοποιεί τη σύνθεση της πέτρας σκαλίζοντας λεπτομέρειες της παράστασης στα… … Dictionary of Greek
Κλιζ, Τζον — (John Cleese, Αγγλία 1939 –). Βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Συνάντησε την Κόνι Μπουθ (την οποία παντρεύτηκε αργότερα) και… … Dictionary of Greek
Κριναίος, Παύλος — (Πάφος Κύπρου 1903 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κύπριου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Παύλου Μιχαηλίδη. Το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες αθηναϊκές και κυπριακές εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης (Μεσολογγίου) — Το μουσείο και η πινακοθήκη φιλοξενούνται στο κτίριο που κατασκευάστηκε το 1937 και μέχρι πριν από μερικά χρόνια στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης (πλατεία Μάρκου Μπότσαρη). Στην είσοδό του υπάρχουν οι προτομές των δύο από τους πέντε πρωθυπουργούς… … Dictionary of Greek